- φατριαστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε φατριαστή.επίρρ...φατριαστικώς και φατριαστικά Νμε φατριασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φατριαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φατριαστικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με το φατριαστή (βλ. λ.): Φατριαστική νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιώδης — ῶδες, Α [στάσις] 1. στασιαστικός, φατριαστικός 2. φιλόνικος … Dictionary of Greek